- δυσφάνταστος
- δυσφάνταστος, -ον (Α)αυτός που δύσκολα φαντάζεται, που δεν έχει πλούσια φαντασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσφάνταστον — δυσφάνταστος hard to imagine masc/fem acc sg δυσφάνταστος hard to imagine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσφάνταστα — δυσφάνταστος hard to imagine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)